καταφρονητικά

καταφρονητικά
καταφρονητικός
contemptuous
neut nom/voc/acc pl
καταφρονητικά̱ , καταφρονητικός
contemptuous
fem nom/voc/acc dual
καταφρονητικά̱ , καταφρονητικός
contemptuous
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφρονητικός — και καταφρονετικός, ή, ό (AM καταφρονητικός, ή, όν) [καταφρονητής] 1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό 2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης. επίρρ... καταφρονητικά… …   Dictionary of Greek

  • κατεξαναστατικός — κατεξαναστατικός, ή, όν (Α) [κατεξανίσταμαι] ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”